- πλέκονται
- πλέκωplaitpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плестисѧ — ПЛЕ|СТИСѦ (2*), ТОУСѦ, ТЕТЬСѦ гл. Быть сплетаемым. Образн.: и не ѿступаите ѿ страдалчьскихъ вашихъ сто˫ании. мало же ѥлико же и лѣто преходить. и вѣнци плетутьсѧ. (καταπλέκονται) ФСт XIV/XV, 121г; ѿ г(с)а вѣнци намъ плетутсѧ всегда. (πλέκονται)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δαντελάδικο — το το εργοστάσιο στο οποίο πλέκονται και το κατάστημα στο οποίο πωλούνται δαντέλες … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
στημόνι — το / στημόνιον, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. 1.(υφαντ.) το κατά μήκος τού αργαλειού εκτεινόμενο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι για τη δημιουργία τού υφάσματος, ο στήμονας 2. φρ. α) «πού φάδια, πού στημόνια» δηλώνει ότι δεν μπορεί να συγκριθούν δύο … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… … Dictionary of Greek
Εμπεδοκλής — (Ακράγαντας 495; – 435; π.Χ.). Προσωκρατικός φιλόσοσφος. Το έργο του είναι αρκετά γνωστό, χάρη στη διάσωση σημαντικών αποσπασμάτων από δύο ποιήματά του: Περί φύσεως και Καθαρμοί. Για τη ζωή του, αντίθετα, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Είναι βέβαιο… … Dictionary of Greek
δαντελάδικο — το το εργαστήριο όπου πλέκονται οι δαντέλες και το κατάστημα όπου πουλιούνται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)